- Ἀρχέλαον
- Ἀρχέλαοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρχέλαον — ἀρχέλᾱον , ἀρχέλαος leading the people masc/fem acc sg ἀρχέλᾱον , ἀρχέλαος leading the people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβασιλεύω — ΝΜΑ [βασιλεύω] 1. βασιλεύω μαζί με κάποιον άλλο, ασκώ τη βασιλική εξουσία μαζί με κάποιον άλλο («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», Πλούτ.) 2. θρησκ. μετέχω κι εγώ στη βασιλεία τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ) … Dictionary of Greek